4 Χρόνια από την έναρξη της Δίκης της NSU
Η NSU δεν θα μπει στο αρχείο!
Συγκέντρωση και πορεία την ημέρα έκδοσης της απόφασης της δίκης της NSU στο Μόναχο.
Πριν από τέσσερα χρόνια, στις 6 Μαΐου 2013, ξεκίνησε στο Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Μονάχου η δίκη των Beate Zschäpe, André Eminger, Holger Gerlach, Ralf Wohlleben και Carsten Sch., κατηγορούμενων ως μέλη της νεοναζιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης NSU (Εθνικο-Σοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο – Nationalsozialistischer Untergrund). Η δίκη αναμένεται να τελειώσει το καλοκαίρι του 2017, έπειτα από περίπου 400 συνεδριάσεις. Για εμάς, ανεξάρτητα από την απόφαση που θα εκδώσει το δικαστήριο, η διαδικασία δημιούργησε περισσότερα ερωτήματα παρά έδωσε απαντήσεις. Γι’ αυτό το τέλος της δικαστικής διαδικασίας θα μας βρει στο δρόμο. Εμείς δεν πρόκειται να βάλουμε στο αρχείο την υπόθεση της NSU.
Απαιτούμε να μάθουμε ποιοι είναι υπεύθυνοι για τις δολοφονίες, τις επιθέσεις και τον τρόμο. Η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία, αρνούμενη το γεγονός ότι η οργάνωση NSU ήταν ένα πολύ ευρύτερο δίκτυο, περιόρισε τη δίωξη στο “τρίο” των Böhnhardt, Mundlos und Zschäpe και το άμεσο περιβάλλον τους. Ωστόσο, η NSU δεν ήταν ούτε ένας αυτόνομος πυρήνας τριών ατόμων, ούτε μόνον οι πέντε που παραπέμφθηκαν σε δίκη. Η δικαστική διερεύνηση αποσιώπησε την έκταση του δικτύου της NSU και το κατηγορητήριο δεν συμπεριέλαβε άλλους υπόπτους. Κι όμως, η NSU δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την υποδομή και τη στήριξη ναζιστικών ομάδων όπως οι Blood and Honour (Αίμα και Τιμή), οι τοπικές “αδελφότητες” (Kameradschaften) ή η οργάνωση “Υπεράσπιση της Πατρίδας” (Heimatschutz) στη Θουριγγία, στην οποία σημαντικό ρόλο είχε ο πληροφοριοδότης Tino Brand και ο Ralf Wohlleben. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι κατά τη διάρκεια τη δίκης η αποκάλυψη της αλήθειας υπονομεύτηκε, τόσο λόγω του περιορισμού του κατηγορητηρίου, όσο και εξαιτίας του αποκλεισμού των δικηγόρων των θυμάτων από το σύνολο των εγγράφων της υπόθεσης.
Απαιτούμε να αποζημιωθούν οι παθόντες-ούσες, οι επιζήσαντες-ασες και οι οικείοι τους και να αναγνωριστεί δημόσια η συνεισφορά τους στην αποκάλυψη της αλήθειας. Πρώτοι από όλους οι οικείοι των θυμάτων είχαν επισημάνει το ρατσιστικό κίνητρο των δολοφονιών κατά την αστυνομική έρευνα. Το ίδιο συνέβη στις σιωπηρές διαδηλώσεις με το σύνθημα “όχι 10ος νεκρός” στο Κάσελ και το Ντόρτμουντ, όπου οι δολοφονίες είχαν καταγγελθεί ως ρατσιστικά εγκλήματα. Αντ’ αυτού, οι έρευνες επικεντρώθηκαν στο περιβάλλον των θυμάτων. Πρόσωπα από τον οικογενειακό κύκλο των δολοφονημένων μπήκαν επανειλημμένα στο στόχαστρο των αρχών. Και η γερμανική “κοινή γνώμη” τους έδειξε ξεκάθαρα για ακόμη μια φορά ότι ήταν άσκοπο να περιμένουν τη συμπαράστασή της. Ως άνθρωποι με μεταναστευτική καταγωγή “δεν μπορούσαν να είναι απλώς θύματα”. “Κάτι άλλο θα έπρεπε να κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις”, κάτι πιθανόν εγκληματικό και επικίνδυνο. Ωστόσο ήταν ακριβώς η μεταναστευτική καταγωγή των θυμάτων που ως κόκκινη κλωστή συνέδεε τις έρευνες σε κάθε τους στάδιο: από τη διερεύνηση της προέλευσης του όπλου που χρησιμοποιήθηκε, μέχρι και τη βομβιστική επίθεση στην Keupstraße της Κολωνίας. Η μεταναστευτική προσωπική ιστορία των δολοφονημένων, των τραυματιών και όσων υπέστησαν επίθεση, ήταν ο λόγος που μπήκαν στο στόχαστρο της ρατσιστικής τρομοκρατίας. Ο ρατσισμός και η επιρροή του εσωτερικό της αστυνομίας και των κρατικών υπηρεσιών ήταν επίσης υπεύθυνος για το ότι οι έρευνες στράφηκαν σε λάθος κατεύθυνση. Ο ρατσισμός και η αναπαραγωγή ρατσιστικών στερεοτύπων από τον τύπο ήταν επίσης ο λόγος που η δημοσιογραφική διερεύνηση της υπόθεσης κατέληξε σε κατασκευασμένα ρεπορτάζ που ενέπλεκαν τα θύματα σε δήθεν μαφιόζικα και εγκληματικά δίκτυα.
Πρέπει να μιλήσουμε για τον ρατσισμό. Ο ρατσισμός είναι κοινωνικό πρόβλημα και αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε στην κυριολεξία του: Η κοινωνία αυτή έχει πρόβλημα ρατσισμού και μάλιστα σοβαρό. Και ο ρατσισμός δεν περιορίζεται μόνο στο πρόσωπο των νεο-ναζί που βαδίζουν πίσω από τις σημαίες της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), της PEGIDA (Πατριώτες Ευρωπαίοι Ενάντια στην Ισλαμοποίηση της Δύσης) και σία. Ο ρατσισμός είναι παρόν στις κρατικές υπηρεσίες και τη διοίκηση, στην αστυνομία, στον άνισο τρόπο που διανέμονται οι κοινωνικοί πόροι και στον τρόπο που αποτρέπεται η κοινωνική συμμετοχή των μεταναστών-ριών. Ο ρατσισμός υπάρχει τόσο απροκάλυπτος στις κραυγές (ακρο)δεξιών υποψηφίων, όσο και καλυμμένος σε δημοσιεύματα “έγκυρων” αρθρογράφων. Ο ρατσισμός διαπερνά όλη την κοινωνία: Γιατί ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας αναγκαστικά παράγει και νομιμοποιεί την ιεραρχία, την εκμετάλλευση και τον αποκλεισμό. Γιατί μια κοινωνία της επιβολής, του ανταγωνισμού και της ανισότητας αναγκαστικά καταλήγει να αναζητά την ενότητά της στην στην επίκληση ενός δήθεν κοινού “πολιτισμού”, απαιτώντας ταυτόχρονα την απαξίωση των άλλων “πολιτισμών”. Έτσι, για να εξασφαλιστεί η υποτιθέμενη υπεροχή της “δικής μας” ταυτότητας καταλήγουμε να προβάλλουμε κάθε αρνητικό χαρακτηριστικό στους “άλλους”.
Απαιτούμε την κατάργηση της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος. Η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος δεν είχε έλλειψη στοιχείων για την υπόθεση όπως ισχυρίζεται, αλλά αντίθετα ήξερε πολύ περισσότερα από όσα αποκαλύφθηκαν. Το γεγονός αυτό έγινε ολοφάνερο αμέσως μετά την τυχαία αποκάλυψη της NSU το 2011. Κι όμως, παρότι η φήμη και η νομιμοποίηση αυτής της μυστικής υπηρεσίας δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα και παρότι πολλοί και πολλές, ακόμη και εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού συστήματος απαίτησαν την κατάργησή της, κατάφερε να βγει αλώβητη ή και ενισχυμένη από την ανακριτική και δικαστική διαδικασία. Όχι μόνο η φήμη της αποκαταστάθηκε, αλλά και οι αρμοδιότητές της επεκτάθηκαν. Τα ερωτήματα ωστόσο παραμένουν αναπάντητα: ερωτήματα σχετικά με την προσχεδιασμένη και συστηματική καταστροφή επιβαρυντικών στοιχείων από την υπηρεσία. Ερωτήματα για το ρόλο του υπαλλήλου της Andreas Temme, ο οποίος, παρότι ήταν παρόν κατά τη δολοφονία του Halit Yozgat στο Ιντερνετ-καφέ στο Κάσσελ, ισχυρίζεται ότι δεν την αντιλήφθηκε. Ερωτήματα για τον πληροφοριοδότη Piatto, ο οποίος ήδη από το 1998 είχε δώσει στοιχεία για τα μέλη της NSU Böhnhardt, Mundlos und Zschäpe. Ερωτήματα για τον Ralf Marschner, που ως πληροφοριοδότης με το όνομα “Primus” βρισκόταν σε επαφή με τους τρεις κατά την περίοδο της παρανομίας τους. Και η λίστα είναι μακρά. Στον αγώνα μας ενάντια στις οργανώσεις και την υποδομή της ακροδεξιάς δεν πρόκειται να ζητήσουμε από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος να παρακολουθήσει την μία ή την άλλη ακροδεξιά ομάδα. Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη σε μια μυστική υπηρεσία που επί χρόνια στήριξε εμμέσως, αλλά ουσιαστικά, την ακροδεξιά, προσλαμβάνοντας και αμείβοντας ως “πληροφοριοδότες” ενεργούς νεοναζί. Οι νεοναζί είναι πολύ επικίνδυνοι για να αναθέσουμε την αντιμετώπισή τους στην Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος. Αυτό είναι το ελάχιστο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την υπόθεση της NSU.
Αντιστεκόμαστε στη ρατσιστική δημαγωγία και βία. H NSU δεν είναι ούτε η πρώτη και, δυστυχώς, ούτε η τελευταία νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση. Τους τελευταίους μήνες έγιναν και γίνονται δίκες άλλων οργανώσεων όπως η „Oldschool Society“, η ομάδα “Freital“ κ.α.. Την ίδια στιγμή αυξάνονται οι ειδήσεις σχετικά με την ανακάλυψη οπλισμού συγκεντρωμένου από ακροδεξιές ομάδες, ενώ εμφανίζονται διαρκώς νέοι τρόποι δράσης και οργάνωσης των ρατσιστικών επιθέσεων. Ομάδες που προετοιμάζουν και υλοποιούν βίαιες επιθέσεις ξεφυτρώνουν σε ολόκληρη τη χώρα και ο αριθμός των εμπρησμών και των ρατσιστικών επιθέσεων αυξάνεται σταθερά. Και ενώ “φιλήσυχοι πολίτες” δεν διστάζουν να δηλώσουν δημόσια στα κοινωνικά δίκτυα την υποστήριξή τους στις ρατσιστικές επιθέσεις, οι αντιπρόσωποι και οι αρμόδιοι φορείς αντί να αντιδράσουν, υπαναχωρούν σε ξενοφοβικές πολιτικές: περιορισμός του δικαιώματος στο άσυλο, νέοι περιοριστικοί νόμοι περί ένταξης, ανάθεση στο Τμήμα Αλλοδαπών και την Υπηρεσία Ασύλου της εφαρμογής πολιτικών αποτροπής της μετανάστευσης όπως οι μαζικές απελάσεις και η δημιουργία νέων κέντρων κράτησης και απέλασης.
Τέσσερα χρόνια της δίκης της NSU οδηγούν σε ένα απογοητευτικό συμπέρασμα: Η δεξιά βία εξακολουθεί να υποτιμάται. Η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος συνεχίζει να υποδύεται τον προστάτη του πολίτη. Η κοινωνία συνεχίζει να μη μπορεί να ξεπεράσει τον ρατσισμό. Οι αναφορές στον θεσμικό ρατσισμό της Γερμανίας αυξάνονται, από τις εκθέσεις του ΟΗΕ και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων μέχρι τις οργανώσεις των θυμάτων της ρατσιστικής βίας. Και η πλειονότητα της κοινής γνώμης δεν διδάχτηκε κάτι από τη διερεύνηση της υπόθεσης της NSU. Αυτή η προνομιακή στιγμή για να αντιπαρατεθεί η κοινωνία με το ρατσισμό της δεν αξιοποιήθηκε. Την εξέλιξη αυτή είχαν εξαρχής επισημάνει πρωτοβουλίες όπως “η Keupstraße είναι παντού”, το ανοιχτό δικαστήριο „NSU-Tribunal“ και οι δεκάδες τοπικές πρωτοβουλίες που ασχολήθηκαν με την υπόθεση της NSU.
Σας καλούμε την ημέρα ανακοίνωσης της απόφασης για την NSU να βρεθούμε όλοι-ες μαζί στο δρόμο. Γιατί η λήξη της δίκης της NSU δεν βάζει στο αρχείο τους αγώνες ενάντια στην κάθε NSU, τους αγώνες ενάντια στην κοινωνία που την δημιούργησε.
Να αποκαλύψουμε το Σύμπλεγμα της NSU και να το διαλύσουμε!
Να καταργηθεί η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος!
Να εμποδίσουμε την αυξανόμενη ρατσιστική τρομοκρατία κατά των προσφύγων και των μεταναστών!
Να παλέψουμε ενάντια στον ρατσισμό, θεσμικό και κοινωνικό!